ενδαρτηριακός

ενδαρτηριακός
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό τής αρτηρίας
2. «ενδαρτηριακή επέμβαση» — επέμβαση που γίνεται στο εσωτερικό αρτηριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”